- εἰσαγγελτικός
- εἰσαγγελτικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισαγγελτικός — εἰσαγγελτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγγελία … Dictionary of Greek
εἰσαγγελτικόν — εἰσαγγελτικός of masc acc sg εἰσαγγελτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικῷ — εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγγελτικῶι — εἰσαγγελτικῷ , εἰσαγγελτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)